Monday, September 12, 2011

"In memoriam", του Κώστα Καραμούτσου στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα" (αρ. φυλ. 3949, 5/9/2009)

Ανδρέας Δ. Γκούσης
23.10.1917 - 22.08.2009

Υπάρχουν στιγμές, που όταν ένας άνθρωπός σου εκδημεί, νοιώθεις έντονα τη λύπη, ή τη χαρά στην ειδική περίπτωση που απαλλάχτηκε από ιώβεια βάσανα. Στην περίπτωση του Ανδρέα, του γιατρού μας, πλην του άφατου ψυχικού πόνου των οικείων του, όλοι οι φίλοι αισθάνθηκαν μόνο το βαθύ σεβασμό, γιατί έφυγε πλήρης ημερών και με μια διαύγεια που πολύ θα ήθελαν να την έχουν στα τριάντα τους, που το ανθρώπινο μυαλό αρχίζει να φυραίνει.
Ο Ανδρέας Γκούσης ήταν πασίγνωστος στον τόπο μας ως γιατρός και Διευθυντής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Κερκύρας, ως πολίτης δράσης και ως κοινωνικό κορυφαίο πρόσωπο, που αξίζει να βιογραφηθεί, όσο το δυνατό ψύχραιμα και με πληρότητα αποφεύγοντας τα περιττά και τα κοσμητικά, που θα αποτελούσαν ανευλάβεια στην ιστορία του.
Γεννήθηκε, λοιπόν στους Αναπλάδες του Πεντάχωρου της Λευκίμμης από το Δημήτριο Γκούση (1887 - 1953) γιατρό και τη Σοφία Γ. Καρύδη, γόνο της ευκατάστατης οικογένειας των Κουσπάδων. Παππούς του ήταν ο ιεροδιδάσκαλος παπαΔημήτρης Γκούσης, καλούμενος Μπέης, στον οποίο μαθήτευσε στο εύφημο στα χρόνια εκείνα Σχολαρχείο, που λειτουργούσε στην περιοχή του Άι Θόδωρου - Ποταμιού. Αποφοίτησε από το αλήστου κερκυραϊκής μνήμης Πρακτικό Λύκειο της Κέρκυρας, που το διεύθυνε ο χημικός Αχιλλέας Φρειδερίκος, και 16ετής εισάχτηκε (1934) στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1940, λίγο πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Στρατεύτηκε αμέσως και υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στα χειρουργεία που στήθηκαν στα κτήρια της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, βοηθός του αείμνηστου καθηγητή ιατρικής Πέτρου Σωκρ. Κόκκαλη. Εκεί γνώρισε αφοσιωμένες στο καθήκον τις Κερκυραίες Ερυθροσταυρίτισσες Ιουλία Ανδρεάδη (αδελφή του ακαδημαϊκού καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη), που σε μεγάλη ηλικία καθισμένη σ’ αναπηρικό καρότσι παρηγορούσε τους τραυματίες του πολέμου, και την Ελένη Παρασκευοπούλου (αδελφή του λόγιου Ντίνου Θεοτόκη), η οποία έδινε άυπνα το παρόν της, για να σωθούν οι ζωές των πληγωμένων ηρώων.
Η προσφορά του Γκούση από τις 28.10.1940 ως το Πάσχα του 1941 δεν υπολογίζεται. Εκεί απέκτησε μοναδική επιστημονική εμπειρία και εκεί διαμόρφωσε φιλοσοφία ζωής, που λίγοι άνθρωποι μπόρεσαν σ’ ολόκληρες τις δεκαετίες του βίου τους. Σκυμμένος μέρα - νύχτα πάνω από σακατεμένα κορμιά ηρώων, πάνω από σάπια άκρα απ’ τα κρυοπαγήματα, έπρεπε να εφαρμόσει, την ιπποκράτεια αρχή τα πάντα στον ασθενή, τίποτε στον εαυτό μας. Σ’ αυτό το κλίμα ευνοήθηκε από τη θεά τύχη να είναι απών, αφού μόλις προ ενός τετάρτου της ώρας είχε παραδώσει το νυστέρι για ν’ αναπαυθεί, όταν έπεσε πάνω στη χειρουργική κλίνη βόμβα των θρασύμαχων Ιταλών και μετέτρεψε τα πάντα σε κόλαση διαπερνώντας τρία πατώματα, ώσπου να φθάσει στο υπόγειο. Ήταν ημέρα Πάσχα 12 το μεσημέρι και ένα τέταρτο της ώρας πριν την υπογραφή ανακωχής Ιταλών και Ελλήνων.
Στις τρεις το απόγευμα οι Ιταλοί μπήκαν στα Γιάννενα. Ο Γιατρός Γκούσης σε κόλαση ανύπαρκτου κράτους ανέλαβε να μεταφέρει 200 περίπου τραυματίες από τα Γιάννενα στην Αθήνα μέσω Αγρινίου, στο Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία. Πάνω στα 15 καμιόνια όλοι σφάδαζαν από τους πόνους. Όλοι πείναγαν και αρκετοί άφησαν καθ’ οδόν την τελευταία τους πνοή. Ορδές Ελλήνων στρατιωτών κατέβαιναν μετά την κατάρρευση, όπως-όπως, προς τη νότια Ελλάδα. Ανάμεσά τους ο λαμπρός εκπαιδευτικός, φιλόλογος Γιάννης Ζερβός (Ράμμος), που τον συνάντησε στο Κρυονέρι Μεσολογγίου δίχως παπούτσια και ο γιατρός του έδωσε τα δικά του, αφού ο ίδιος βρισκόταν πάνω σ’ αυτοκίνητο και δεν τα είχε τόση ανάγκη, ενώ ο καθηγητής κινδύνευε να φτάσει στην Κέρκυρα ξυπόλυτος.
Τον Αύγουστο του 1941 ο γιατρός επέστρεψε μέσω Πατρών πάνω σ’ ένα μπατέλο λιμνίσιο Λευκιμμιώτικο, που λόγω υπερφόρτωσης ήθελε τέσσερα μόλις δάκτυλα, για να βουλιάξει. Στάθηκε κι εκεί τυχερός, γιατί δε συνάντησε το πλεούμενο νάρκες επιφάνειας, που είχαν σπείρει οι Ιταλοί σ’ όλη την ακτογραμμή, μία των οποίων ανατίναξε συμπορευόμενο βενζινόπλοιο με Κερκυραίους, που βρήκαν τραγικό θάνατο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο γιατρός Δανίλης Κόλλας.
Το πλοιάριο τον αποβίβασε στο ποταμάκι του Γρίττα, κοντά στου Καλυβιώτη του χωριού Περιβόλι. Βρήκε την ιταλική κατοχή σε απόλυτη ακμή. Ευκαιρία δράσης βρήκε με την ένταξή του στο ιατρικό προσωπικό του Ψυχιατρείου Κέρκυρας ως βοηθός του Ψυχίατρου Τάκη Ζη, οργανωμένου μέλους του Ε.Α.Μ. (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), λαμπρού επιστήμονα, ανιψιού του σπουδαίου πολιτικού Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Τότε όλη η Ελλάδα ήταν στα χέρια των δοσιλόγων, των ταγματασφαλιτών και των μαυραγοριτών. Πέπλο δυστυχίας κάλυπτε όλο το λαό, πλην εκείνων, που ασελγούσαν στο πονεμένο σώμα της πατρίδας.
Ο γιατρός Ανδρέας Γκούσης έκαμε αυτό, που πρέπει να κάνει κάθε έντιμος πατριώτης. Μπολιασμένος από τον Ζη εντάχτηκε στην αντιστασιακή οργάνωση Εθνική Αλληλεγγύη. Την είχαν ιδρύσει ο Μάχος Ρούσσης, οι γιατροί Θεόδωρος Γουλής και Σπύρος Γλυκιώτης και ο πράκτορας Δημήτρης Κόντης. Έργο της η εθνική συνύπαρξη κάτω από τον επικίνδυνο ιταλικό ζυγό, που επιδίωκε πλην των άλλων την ενσωμάτωση ειδικά της Κέρκυρας στην ιταλική επικράτεια. Τα μέλη σ’ απόλυτη τοπική σύμπνοια και συνεννόηση με τα μέλη του ΕΔΕΣ μοίραζαν τρόφιμα στους αναξιοπαθούντες Κερκυραίους. Δεν είναι δε τυχαίο ότι οι στρατιώτες της Acqui προκλητικά συμπεριφερόμενοι πρότειναν στα πεινασμένα κορίτσια των Κερκυραίων το una volta, una pagnotta...
Η ζωή της οργάνωσης αυτής υπήρξε βραχεία, γιατί προδόθηκε και συνελήφθηκαν τα ηγετικά πρόσωπα, που βρέθηκαν στο σπίτι του Ρούσση και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Όμως ο Παναγιώτης Ζης, πριν ηττηθούν οι Ιταλοί και έλθουν οι Γερμανοί, συνέστησε νέα οργάνωση στην οποία συμμετείχαν ο Παναγιώτης Γίδας, Εισαγγελέας Πρωτοδικών· ο Ανδρέας Γκούσης, γιατρός και εκπρόσωπος Εθνικής Αλληλεγγύης· ο Γιάνκος Ερωτ. Μωραΐτης, γιατρός και τακτικό μέλος της Οργάνωσης.
Παράλληλα τη Νομαρχιακή Επιτροπή του Ε.Α.Μ. επί Γερμανών, που δεν την χαρακτήριζε κομματισμός, συνέστησαν: ο παθολόγος Ερωτόκριτος Μωραΐτης, ο αρχαιολόγος Γιάννης Παπαδημητρίου ως οργανωτικός Γραμματέας, ο οφθαλμίατρος Λεωνίδας Τοπάλης ως μέλος, ο πρώην βουλευτής Ανδρέας Δενδρινός, ο ποτοποιός Δημήτρης Μαζαράκης, ο τραπεζικός υπάλληλος Βασίλης Άνθης, ο εκπρόσωπος του εργατικού κέντρου μηχανικός αυτοκινήτων Γεώργιος Τζήλιος, ο μετέπειτα βουλευτής Γιάννης Δραγωνέτης, ο εκπρόσωπος των Αγροτικών Συνεταιρισμών, ο τότε φοιτητής της νομικής Θανάσης Βλάσσης και ο Ηλίας Πολίτης, που έφυγε όντας φοιτητής ιατρικής για την Αθήνα.
Εκείνο που ιδιαίτερα τόνιζε ο Ανδρέας Γκούσης ήταν η αγαστή συνεργασία του Ζη, του Γίδα και του ίδιου με το δικηγόρο και πρώην εισαγγελέα (1921 - 1923) Δημήτρη Ζερβό - Ζυμάρη, που εκπροσωπούσε τον ΕΔΕΣ.
Μετά τα Δεκεμβριανά (1944) επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά και υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο, που στήθηκε στο Ορφανοτροφείο «Γεώργιος Σταύρος» των Ιωαννίνων. Επειδή αρνήθηκε να μεταβεί στο σπίτι του Επιτελάρχη, για να κάμει ένεση άνευ λόγου στη σύζυγό του, μετατέθηκε στο Καρπενήσι, όπου τραυματίστηκε στο γόνατο από αδέσποτη σφαίρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα Γιάννενα είχε καταδικαστεί από Αλβανοτσολιάδες με εκτέλεση δια σιδηρολοστού, γιατί είχε κατηγορηθεί ως κομμουνιστής από κάποιο ενωμοτάρχη. Απέφυγε την καταδίκη χάρη στην έγκαιρη ενημέρωση, που του έγινε, την ανώμαλη εκείνη περίοδο από το Διευθυντή του Εκτελεστικού, που έτυχε να είναι γιατρός και του συνέστησε να μη βγαίνει έξω. Ενώ, λοιπόν, βρισκόταν τραυματίας στο νοσοκομείο Τρικάλων και ύστερα της Λάρισας για ένα μήνα, απολύθηκε όντας της κλάσης του 1939.
Επανήλθε στη Λευκίμμη και άσκησε γενική ιατρική δίπλα στον πατέρα του, που ο κόσμος τον λάτρευε. Το 1949 υπηρέτησε ως νευρολόγος - ψυχίατρος στο νοσοκομείο Δρομοκαΐτειο. Το 1950 - 1951 εξειδικεύτηκε ως ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και συμπλήρωσε την ειδικότητά του το 1952, ως υπότροφος της Γαλλοαμερικανικής Συνεργασίας, στο Παιδονευροψυχιατρικό Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου του Παρισιού.
Εκεί έγραψε το πρώτο του επιστημονικό σύγγραμμα «Επίδραση του επιταχυνόμενου ανώδυνου τοκετού επί του εγκεφάλου του εμβρύου» Παρίσι 1952.
Το δεύτερο βιβλίο, προϊόν κι αυτό παρατηρήσεων και πειραμάτων, είχε τίτλο «Απασχολησιοθεραπεία». Το έγραψε στην Κέρκυρα το 1961 και μεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες.
Το βιβλίο αυτό τον καταξίωσε διεθνώς ως επιστήμονα, πρωτοπόρο στο είδος του, και κατέστησε το ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Κέρκυρας κορυφαίο ίδρυμα διεθνούς ενδιαφέροντος, γιατί ήταν το πρώτο που εργάστηκε για την αποασυλοποίηση των ασθενών.
Επί χούντας (1967 - 1974) ιατρική επιτροπή της Παγκόσμιας Υγείας πρότεινε στο τότε υπουργείο υγείας να διαθέσει δικά της κεφάλαια για συνεδριακή αίθουσα εντός του Ψυχιατρείου Κερκύρας 450 θέσεων, για μετεκπαίδευση ιατρών απ’ όλο τον κόσμο και το αίτημα απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι θα κτιστεί νέο νοσοκομείο στο Κεφαλομάντουκο. Τα χρήματα χάθηκαν.
Ωστόσο, την ανάθεση εργασιών στους ψυχασθενείς, την εβδομαδιαία οργάνωση συναυλιών (κυρίως με έγχορδα) και τις εκδρομές υιοθέτησαν και εφάρμοσαν ως διαρκή προγράμματα των θεραπευτηρίων από την Αμερική ως την Ιαπωνία. Επί των ημερών Γκούση το Ψυχιατρείο Κερκύρας από αποθήκη ανθρώπων πανελλήνιας εναποθέσεως, μεταβλήθηκε σε πραγματικό θεραπευτήριο και πολλοί άνθρωποι βρήκαν την ελευθερία τους, που, ενώ ήσαν καλά, τους είχαν εγκλείσει οι οικείοι τους. Ο γιατρός είχε ταυτιστεί στην κερκυραϊκή κοινωνία με αυθεντία, γι’ αυτό ήταν εύκολο στον πρώτο εκνευρισμό του συνομιλητή σου να σε παραπέμψει «στον Γκούση».
Το 1984 ο γιατρός συνταξιοδοτήθηκε, αλλά συνέχισε να θεραπεύει την επιστήμη του και με αμείωτο ενδιαφέρον να ασχολείται για όλα τα κοινωνικά προβλήματα και τα στραβά των κρατικών φορέων.
Το κοινωνικό του πρόσωπο το έδειξε σ’ όλες τις εποχές. Ήταν λιτός και αφιλοχρήματος, υποστηριχτής των αδυνάτων και καλός πατριώτης. Το ενδιαφέρον του δεν ήταν σοβινιστικό. Ήταν Κερκυραίος ως το κόκκαλο και Λευκιμμιώτης ως το μυελό των οστών...
Χάρη σ’ αυτόν έγινε μια εξαιρετική ονοματοθεσία των δρόμων του Πεντάχωρου Λευκίμμης, που τη χαρακτηρίζει ο σεβασμός στην τοπική ιστορία και γι’ αυτό η αντικειμενικότητα. Είναι αδύνατο να πετύχαινε σήμερα και να είχε τη γενική αποδοχή. Χάρη στο Γκούση τα προβλήματα ετοιμορροπίας και αξιοποίησης των σπιτιών: του πρώτου Έλληνα πολεοδόμου, συνεργάτη του Καποδίστρια Σταμάτη Βούλγαρη και του ζωγράφου Λυκούργου Κογεβίνα, εγγονού του σπουδαίου μεταρρυθμιστή βουλευτή Σωκράτη Κουρή, βρήκαν πανελλήνια, για να μην πούμε ευρωπαϊκή απήχηση. Δυστυχώς δεν ενδιαφέρθηκε να τα φροντίσει μια στρατιά Δημάρχων, Νομαρχών, Περιφερειαρχών, Βουλευτών και παντοδύναμων Υπουργών. Είναι λυπηρό που ο Γκούσης έφυγε και τα ιστορικά αυτά σπίτια της Λευκίμμης μεταβλήθηκαν σε εθνική ντροπή.
Ο Γκούσης έφυγε κι άφησε πίσω του έργο επιστημονικό και έργο κοινωνικό (επί 10/ετία Πρ. Τοπικού Ερ. Σταυρού). Ο σεμνός και ταπεινός ασκληπιάδης έδειξε την ανθρώπινη ολοκλήρωσή του με την απέριττη κηδεία του. Όντας στα καλά του ως την τελευταία του πνοή παράγγειλε η εξόδια ακολουθία να είναι λιτή και αντί φλύαρων λόγων να διαβαστεί η λήθη του Λορέντζου Μαβίλη. Ας επιτραπεί στο γράφοντα, που ήταν επί 45 χρόνια συνομιλητής και φίλος του, να ερμηνεύσει την έσχατη επιθυμία του.
Αποτοξινωμένος εδώ και πολλά χρόνια από τα πολιτικά και τα κατ’ επιφάνειαν θρησκειολογικά πίστευε στη συμφωνία λόγων και πράξεων, στα οποία συναντώνται θρησκεία και πολιτική υπέρ του ανθρώπου. Πάνω στην πράξη, όπως διαπίστωσε ο αναγνώστης, κινδύνευσε δύο φορές η ζωή του και του θύμιζαν τα γεγονότα το τέλος του αγαπημένου του ποιητή. Το υπέροχο σονέττο έδωσε και στον Ανδρέα την ευκαιρία να καλοτυχίσει τους νεκρούς γιατί δε θυμούνται πια την πίκρα της ζωής, κάτι που δεν μπορούν να κάμουν οι ζωντανοί. Δεν υμνεί το θάνατο και το ’δειξε με τη ζωή του, που ήταν γεμάτη αγώνες και πίκρες. Ζωή την οποία φρόντισε, για να φτάσει στο ενενηκοστό δεύτερο.
Για όλα αυτά ο Ανδρέας Γκούσης θα συνεχίζει να βρίσκεται μέσα στις μελέτες των επιστημόνων και να είναι μπρος στα μάτια και τα πόδια των Κερκυραίων. Κυρίως αυτών που δεν εκτελούν το καθήκον τους.

Κ. Δ. Καραμούτσος
































No comments:

Post a Comment