Δημήτριος και Σοφία Γκούση

Ο Δημήτριος Γ. Γκούσης γεννήθηκε στη Λευκίμμη το 1887 και σπούδασε Ιατρική στο Παν/μιο Αθηνών. Στα 1909 διετέλεσε βοηθός του καθηγητή Γιάννη Ζωχιού από τους Άγιους Δέκα, ο οποίος ήταν Καθηγητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο από το 1880, και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, στους κλάδους της Μαιευτικής, της Παιδιατρικής και, κυρίως, στην Παθολογία.
Έλαβε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-13, κατά τους οποίους τραυματίστηκε στη Θεσσαλία, στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Ελασσόνας και του Τυρνάβου. 
Το 1918 επιστρατεύτηκε και πάλι και υπηρέτησε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κερκύρας μαζί με Γάλλους γιατρούς, με τη συνεργασία των οποίων έκανε αρκετές μελέτες και ομιλίες για τα εντερικά παράσιτα, καθώς και την ελονοσία, τη φυματίωση κ.α. Κατά την περίοδο της μεγάλης επιδημίας της θανατηφόρου "Ισπανικής Γρίπης" (1918-1920), η οποία κόστισε τη ζωή δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, εξέταζε εθελοντικά τους ασθενείς στα χωριά της Λευκίμμης, προσφέροντας δωρεάν τις υπηρεσίες του.
Το 1921, με νέα επιστράτευση υπηρέτησε στη Μικρά Ασία, και το 1922 μετατέθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Την εποχή εκείνη διέγνωσε και καταπολέμησε επιτυχώς την επιδημία της πανώλης, που είχε ενσκήψει στην περιοχή της Πρέβεζας.
Το 1923, πολίτης πλέον, εργάστηκε στην πόλη της Κέρκυρας ως γιατρός και κατά την επιδημία του εξανθηματικού τύφου προσέφερε ιατρική βοήθεια στους πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, εργαζόμενος στο Ιατρείο που είχε δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτόν στο Παλαιό Φρούριο όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των 10.000 περίπου προσφύγων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Σπ. Μουρατίδης (Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, Πόντου και Αν. Θράκης στην Κέρκυρα, 1922-1932, εκδ., Θεμέλιο, σσ. 124, 128), το Ιατρείο, αν και δεν διέθετε την υποδομή ενός νοσοκομείου, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίας στην καταπολέμηση των λοιμωδών ασθενειών που ταλαιπωρούσαν τους πρόσφυγες και ειδικά στην αντιμετώπιση του εξανθηματικού τύφου που προκάλεσε πολλά θύματα μεταξύ των προσφύγων, αλλά και των γηγενών. Μάλιστα, η επαφή του Δημητρίου Γκούση με τους ασθενείς είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί και ο ίδιος από τον εξανθηματικό τύφο, και διασώθηκε χάρη στις φροντίδες της γυναίκας του, Σοφίας. Εξαντλημένος, όμως, από την ασθένεια, εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι στη Λευκίμμη για ανάρρωση.
Το 1926, μαζί με τον χειρουργό γιατρό Γ. Βλάσση, άνοιξαν Γενική Κλινική στη Λευκίμμη, η οποία ήταν υποδειγματική για την εποχή, όμως η συνεργασία διακόπηκε όταν ο Γ. Βλάσσης άνοιξε δική του κλινική στην πόλη.
Το 1927 διεύθυνε τα «Αντιτραχωματικά ιατρεία», που λειτουργούσαν στο σπίτι του Κοτινά μέχρι τον πόλεμο. Το τράχωμα είναι μία λοιμώδης ασθένεια, η οποία προσβάλλει τον οφθαλμό και καταστρέφει τα ανατομικά του στοιχεία, με αποτέλεσμα την τύφλωση. Αν και η ασθένεια αυτή ήταν ενδημική, η έντασή της πολλαπλασιάστηκε με την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, καθώς αυτοί ζούσαν αρχικά σε άθλιες συνθήκες που ευνοούσαν την εκδήλωση του τραχώματος.

Η οικογένεια Γκούση κατά τον Μεσοπόλεμο

Το 1935, μετείχε σε εργασίες της Παιδιατρικής Εταιρείας και ανακοίνωσε στο Παρίσι την εργασία του «Εγκεφαλίτις σε ανεμοβλογιά», η οποία δημοσιεύτηκε σε γαλλικά περιοδικά.

Προσέφερε τις υπηρεσίες του στην περιοχή της Λευκίμμης μία εποχή που δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα περίθαλψης. Βοηθούμενος από τις γνώσεις του σε αρκετές ειδικότητες της ιατρικής, και, κυρίως, την εμπειρία του, στήριξε την υγεία των κατοίκων της περιοχής, σε μια περίοδο που η ιατρική στηριζόταν περισσότερο στο αίσθημα του ανθρωπισμού, λιγότερο στα μηχανήματα και καθόλου στην κερδοσκοπία. Η φροντίδα του ξεκινούσε από την έγκυο γυναίκα, απλωνόταν στη διάρκεια της γέννας και συνέχιζε να υπάρχει στο νεογέννητο, ενώ ακολουθούσε όλη τη βιολογική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1941-44) διένειμε τα φάρμακα του Διεθνή Ερυθρού Σταυρού, μαζί με άλλους Λευκιμμιώτες.
Στα 1944-45, η σύλληψη και τα βασανιστήρια που υπέστη η κόρη του Ελένη, στάθηκαν απαρχή των πρόωρων γηρατειών του από στενοχώρια, που αυξήθηκε όταν πέθανε αργότερα από φυματίωση, την οποία έκλαιγε αμίλητος και απαρηγόρητος που, αν και γιατρός, δεν μπόρεσε να τη σώσει.  Επιπλέον ήρθε και ο θάνατος του γιου του, Γιώργου, πολιτικού μηχανικού, ο οποίος έχασε τη ζωή του από λευχαιμία.

Στα 1950-51, με αφορμή την πρωτοβουλία του γεωπόνου Γ. Παπαβλασσόπουλου να ιδρυθεί συνεταιριστικό εργοστάσιο ελαιουργίας, συνέβαλε θετικά, ενώ το ίδιο θετικός ήταν στην ένωση όλων των χωριών της Λευκίμμης σε Δήμο. Απεβίωσε το 1953.
Η Αδελφότητα των Λευκιμμιωτών τίμησε τον Δημήτριο Γκούση και χρηματοδότησε τη δημιουργία χάλκινης προτομής, η οποία έχει τοποθετηθεί στο Κέντρο Υγείας Λευκίμμης.



Η Σοφία Γκούση σε προχωρημένη ηλικία
με τον γιο της, Ανδρέα.

Η σύζυγός του Δημητρίου, Σοφία, καταγόταν από τους Κουσπάδες και ήταν κόρη του Γεωργίου Καρύδη (Γαρίτση), ο οποίος ήταν αδελφός της Αναστασίας, γυναίκας του μπαρμπα-Τσάντου Καββαδία (Τζουλιάτη).
Τον Νοέμβριο του 1980, η Σοφία ακολούθησε τον σύζυγό της, αφού άφησε τις καλύτερες αναμνήσεις για την προσφορά της και την αγάπη της στους συνανθρώπους της. Πονεμένη και η ίδια και κτυπημένη από τη ζωή, ένιωσε τον ανθρώπινο πόνο των γύρω της σαν κάτι δικό της και προσπάθησε να τον απαλύνει.


Η μνήμη και των δύο παραμένει ζωντανή στους ανθρώπους που τους γνώρισαν, ενώ η προσφορά τους ξεπερνάει τα όρια του χρόνου.